κολπωδης

κολπωδης
    κολπώδης
    κολπ-ώδης
    2
    1) изобилующий заливами
    

(Αὐλίς Eur.)

    2) извилистый
    

(παράπλους Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κολπωδης" в других словарях:

  • κολπώδης — embosomed masc/fem acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδης — ες (AM κολπώδης, ῶδες) [κόλπος] αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια») νεοελλ. όμοιος με κόλπο αρχ. 1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια 2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.) 3. (για λόγο) πομπώδης …   Dictionary of Greek

  • κολπώδει — κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολπώδης embosomed masc/fem/neut dat sg κολπώδεϊ , κολπώδης embosomed dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδη — κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπῶδες — κολπώδης embosomed masc/fem voc sg κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπώδεις — κολπώδης embosomed masc/fem acc pl κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κολπόντα — η ζωολ. γένος ολότριχων τριχοστομάτων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpoda < κολπώδης < κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»