- κολπωδης
- κολπώδηςκολπ-ώδης21) изобилующий заливами
(Αὐλίς Eur.)
2) извилистый(παράπλους Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Αὐλίς Eur.)
(παράπλους Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολπώδης — embosomed masc/fem acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώδης — ες (AM κολπώδης, ῶδες) [κόλπος] αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια») νεοελλ. όμοιος με κόλπο αρχ. 1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια 2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.) 3. (για λόγο) πομπώδης … Dictionary of Greek
κολπώδει — κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολπώδης embosomed masc/fem/neut dat sg κολπώδεϊ , κολπώδης embosomed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώδη — κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολπώδης embosomed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολπώδης embosomed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπῶδες — κολπώδης embosomed masc/fem voc sg κολπώδης embosomed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολπώδεις — κολπώδης embosomed masc/fem acc pl κολπώδης embosomed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κολπόντα — η ζωολ. γένος ολότριχων τριχοστομάτων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpoda < κολπώδης < κόλπος] … Dictionary of Greek
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek